- διαδράσσομαι
- διαδράσσομαι,A seize hold of,
ἀλλήλων Plb.1.58.8
, Ph.2.328.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλλήλων Plb.1.58.8
, Ph.2.328.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδράξασθαι — διαδράσσομαι seize hold of aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδράξωνται — διαδράσσομαι seize hold of aor subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)